- κραταιίς
- κραταιίς, -ίδος (Α)1. (για τον λίθο τού Σισύφου) η υπερβολική δύναμη τού λίθου, που προέρχεται από το μεγάλο βάρος του («ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ' ἀποστρέψασκε κραταιίς», Ομ. Οδ.)2. (ως κύριο όν. προπαροξύτονο) ἡ Κράταιιςη μητέρα τής Σκύλλας, η Κραταιή («βωστρεῑν δὲ Κράταιιν, μητέρα τῆς Σκύλλης», Ομ. Οδ.)3. (ως επίρρ.) βίαια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κραταιός + κατάλ. θηλ. -ίς (πρβλ. Αχαι-ΐς)].
Dictionary of Greek. 2013.